πολυρέμβαστος

πολυρέμβαστος
-ον, Α
ασταθής («πολυρέμβαστος φιλία», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ρέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, είμαι άστατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”